Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Έναν προβολέα, έναν προβολέα…

Το Φεστιβάλ έφερε το κρύο στην πόλη και την Αγγελοπουλική αχλή της. Έχει αρχίσει να σουρουπώνει και ίσα που μπορώ να διακρίνω τη Δώρα Βολανάκη να αποχαιρετά τον Μάνο Κατράκη για το «Ταξίδι στα Κύθηρα», πάνω στη σχεδία της ουτοπίας που επιμένει ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος. «Και όμως μπορεί ν’ αλλάξει», φώναζε ο καταπονημένος γεράκος, μεσοπέλαγα, σαν τον Γαλιλαίο που μετά τη δήλωση μετανοίας ψέλλισε «…και όμως γυρίζει!».
Άφησα το λιμάνι και άρχισα να ανηφορίζω τη Βενιζέλου. Σκέφτομαι να πάω να δω καμιά ταινία στο Φεστιβάλ. Μόλις φτάνω στην Ερμού, βλέπω τον «Ζ» να βγαίνει από το κτίριο του Δ.Σ.Κ. στην Ερμού. Έχει τελειώσει την ομιλία του και κατεβαίνει για να καταγγείλει τους μπάτσους. Πού να φανταστεί ότι δεν θα προλάβει να γεράσει… Βγαίνει το τρίκυκλο από την Σπανδωνή και του σπάει το κεφάλι…. «Τι τα ήθελα αυτά», ψέλλισε, βλέποντας να περνούν μπροστά του σκηνές από το μέλλον του, να καμαρώνει τα δυο αγόρια του, να χαίρεται τον έρωτα μέχρι τα βαθιά γεράματα, αν και δεν έπαιρνε όρκο ότι θα τον έβρισκαν με την ίδια γυναίκα. Σίγουρα όμως θα την καλούσε σε ένα ρομαντικό δείπνο, σε εκείνο το gourmet restaurant, που κάποτε ήταν Δ.Σ.Κ. Πέρασαν οι «100 ώρες του Μάη» και πάγωσε αιώνια νέος και ωραίος. «Άραγε πώς να ήταν στα γεράματά του ο Ζ;», αναρωτήθηκα...
Το ψιλόβροχο ξυρίζει, αλλά εγώ είμαι ακόμη στο Μάη. Ταξιδεύω στον «Μάη του 36» και ανηφορίζω προς την Πλατεία Καπνεργατών. Πάω υπόστεγο-υπόστεγο για να μην βραχώ και σκέφτομαι τον σκοτωμένο καπνεργάτη να τον κουβαλούν πάνω στην πόρτα. Κάποιοι μπορεί να πρόλαβαν και γέρασαν... «Ο άντρας μου ήταν καπνεργάτης και κομμουνιστής», μου λέει η κυρά-Τούλα. Σκόνταψα πάνω στο απλωμένο χέρι της που ζητούσε να συμπληρώσει 10 ευρώ για να πάρει πετρέλαιο. Σύνταξη δεν έχει, ούτε σπίτι. Ας είναι καλά η νοικοκυρά που είναι καλή κοπέλα και δεν θέλει ενοίκιο. Το συσσίτιο σταμάτησε γιατί μάλωσε ο παπάς με τις κυρίες της ενορίας…Το ρεύμα κόπηκε λίγο μετά που πέθανε η κόρη της από καρκίνο. «Τι να παλέψεις πρώτα, τον καπιταλισμό, τη μοναξιά ή τα γερατειά;» μου είπε η γριούλα και τα ΄ριξε όλα στον μακαρίτη, που πολέμησε για το δίκιο και όχι για την πάρτη του. Τίποτα δεν της άφησε για κληρονομιά, παρά μόνο την αξιοπρέπεια.
Γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω τον «Ήρωα με τις παντούφλες» να φωνάζει «βρε ουστ… βρε ουστ», στις κυρίες της ενορίας, τους κλέφτες, τους μιζαδόρους, τα golden boys, για λογαριασμό της κυρά-Τούλας.
«Μη φοβάσαι το σκοτάδι», την καθησύχασε.… «Θα πουλήσω το σπαθί μου για έναν προβολέα… Έναν προβολέα…»
Καληνύχτα καλή μου γριούλα.
ΘΕΟΔΩΡΑ ΑΥΓΕΡΗ

1 σχόλια:

Τη 16 Μαρτίου 2013 στις 1:50 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger arxaios είπε...

Eύγε Δώρα πολύ ωραίο κείμενο!Συγχαρητήρια και για την εκπομπή,έχει πολύ ζωντάνια!

 

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα